Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

η μεταρρύθμιση επιβιώνει, σε ομιχλώδες ακόμη τοπίο


Υποδεχόμαστε με ανάμεικτα συναισθήματα τις προτεινόμενες αλλαγές στο ν. 4009 που είδαν σήμερα το φως της δημοσιότητας. Καλωσορίζουμε τις αλλαγές αυτές με ανακούφιση, στο μέτρο που διασώζουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ανησυχούμε, ωστόσο, γιατί σ’ ένα βαθμό θέτουν σε κίνδυνο την ευκαιρία αυτονόμησης που μας παρείχε ο αρχικός νομοθέτης.


Στηρίξαμε το ν. 4009 χωρίς προϋποθέσεις, αν και είχαμε σοβαρές επιμέρους ενστάσεις, διότι κρίναμε πως θα ήταν μίζερο να πούμε όχι σε μια μεταρρύθμιση, η οποία από τη μια μεριά αποσκοπούσε στο να εντάξει το πανεπιστημιακό μας σύστημα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, από την άλλη, να μας αποδώσει την αυτονομία σε επίπεδο Ιδρυμάτων, την οποία ανέκαθεν διεκδικούσαμε. Διότι, για μας, ήταν αδιανόητο να αποκρούσουμε το μείζον που μας παραχωρούνταν, δηλαδή την αυτονομία μας, στο όνομα του ελάσσονος που δήθεν πλήττονταν, δηλαδή του αυτοδιοίκητου, επειδή το τελευταίο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για να πετύχουμε το πρώτο. Πόση αυτονομία, όμως, μπορούσαμε να σηκώσουμε; Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ όπως εξελίσσονται τα πράγματα. Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή.

Οι αντιδραστικές δυνάμεις στα Πανεπιστήμια χρησιμοποίησαν κάθε νοητό μέσο –ακόμη και τη βία– για να ανακόψουν τη δυναμική του νέου νόμου. Κατάφεραν έτσι ένα καίριο χτύπημα στην αχίλλειο πτέρνα του, που ήταν η διαδικασία εκλογής των Συμβουλίων Διοίκησης. Ενώ, όμως, πέτυχαν να καθυστερήσουν την εφαρμογή της μεταρρύθμισης στο σύνολό της, δεν πέτυχαν να στρέψουν την κοινή γνώμη κατά του νόμου. Αυτή προστάτεψε, τελικά, τη μεταρρύθμιση. Στην κοινή γνώμη οφείλεται το γεγονός πως, μέχρι σήμερα, παρά τις επανειλημμένες απόπειρες να καταργηθεί ο νόμος, αυτός στάθηκε όρθιος. Θα σταθεί, άραγε, μέχρι τέλους; Όχι χωρίς απώλειες, φοβούμαστε.

Σήμερα, λοιπόν, ο νόμος αλλάζει. Και φαίνεται ν’ αλλάζει σ’ ένα καίριο σημείο, που αποτελούσε τον πυρήνα της δυναμικής του, όπως τον είχε συλλάβει ο αρχικός νομοθέτης. Ποιο είν’ αυτό; Η αυτονομία μας. Οι Πρυτάνεις, που ποτέ δεν επεδίωξαν να κατανοήσουν την ουσία της μεταρρύθμισης, επειδή νοιάστηκαν περισσότερο για την ολοκλήρωση της θητείας τους παρά για την αξιοποίηση της πρόκλησης που τους απηύθυνε ο νομοθέτης, έσυραν το χορό της αντίδρασης και, στο όνομα του αυτοδιοίκητου, θυσίασαν την αυτονομία που μας παραχωρούνταν.

«Υπηρεσιακοί» οι Πρυτάνεις

Με τις προτεινόμενες αλλαγές, οι Πρυτάνεις καθίστανται πλέον … υπηρεσιακοί. Παραμένουν στη θέση τους για να εγκαταστήσουν τη νέα νομιμότητα μέχρι το τέλος του έτους, οπότε και αποχωρούν. Φεύγοντας, όμως, κινδυνεύουν να πάρουν μαζί τους τη μοναδική ευκαιρία που δόθηκε στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα να αυτονομήσει το Πανεπιστήμιό της. Να φτιάξει το Πανεπιστήμιο που θέλει (αλλά και που μπορεί να στηρίξει, στο πλαίσιο των μέσων που διαθέτει ή που μπορεί να διασφαλίσει).

Τα Τμήματα, λοιπόν, παραμένουν. Όχι ότι δεν προβλέπονταν, αλλά τα ερωτήματα που τίθενται εδώ είναι τώρα πολλά. Παραμένουν, άραγε, ως έχουν σήμερα, ήτοι με το υφιστάμενο πρόγραμμα σπουδών τους ανέπαφο; Ή θα παραμείνουν με τις αρμοδιότητες που έχουν σήμερα –πλην όμως κουτσουρεμένες– μετά την ανασυγκρότησή τους σε προγράμματα σπουδών, όπως προβλεπόταν να γίνει μέχρι τώρα; Μένει να το δούμε. Πάντως, οι εκπαιδευτικές αρμοδιότητες, λέει, διατηρούνται στα Τμήματα και η διοίκησή τους περνάει στην Κοσμητεία. Πώς τα ξεχωρίζεις αυτά τα δύο στα σημαντικά θέματα; Θα πρέπει να το δούμε και αυτό. Γεγονός είναι ότι, αν εφαρμοστεί κάτι τέτοιο, ανοίγεται μπροστά μας ένα νέο πεδίο ασκήσεων ισορροπίας, στις οποίες, όμως, οι παλιές πανεπιστημιακές καραβάνες είναι μαθημένες... Το ίδιο προτείνεται και σε επίπεδο Ιδρύματος. Η Σύγκλητος ανακτά την κυριαρχία επί ακαδημαϊκών θεμάτων, το δε Συμβούλιο θα περιοριστεί, λέει, στη διοίκηση του ιδρύματος. Πώς θα ξεχωρίσουν αυτά τα δύο στα ουσιώδη θέματα, μένει επίσης να το δούμε στις λεπτομερείς ρυθμίσεις που θα δημοσιοποιηθούν.

Τι είχε, άραγε, η Πανεπιστημιακή Κοινότητα και τι κινδυνεύει να χάσει; Είχε την ευκαιρία να ανασυγκροτήσει τα Τμήματα από τα κάτω, ως προγράμματα σπουδών πλέον, στη βάση όμως αντικειμενικών κριτηρίων που θα ήλεγχε η ΑΔΙΠ. Έτσι, τις συγχωνεύσεις των λειτουργούντων Τμημάτων θα τις έκανε η ίδια η Πανεπιστημιακή Κοινότητα του κάθε Ιδρύματος στο πλαίσιο των Σχολών της. ΘΑ ΤΙΣ ΚΑΝΑΜΕ, ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ, ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, πλην όμως με αντικειμενικά κριτήρια και ορθολογικά υπό τον έλεγχο της ΑΔΙΠ. Τώρα, εάν τα Τμήματα δεν αλλάξουν και επιβεβαιωθούν ως έχουν, το ερώτημα που θα τεθεί, και με το οποίο θα έρθει αντιμέτωπο το Υπουργείο, είναι πώς θα κάνει τις συγχωνεύσεις που επαγγέλλεται και που είναι αναγκαίες, στο μέτρο που 500 Τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ που λειτουργούν σήμερα δεν είναι βιώσιμα; Με ποια κριτήρια; Μέσα από ποια διαδικασία; Μένει να το δούμε.

Αυτό που κινδυνεύει, τελικά, να εξατμισθεί είναι το πνεύμα μιας μεταρρύθμισης, που αποσκοπούσε στο να καταστήσει υπεύθυνη την Πανεπιστημιακή Κοινότητα να κάνει τις επιλογές της στα εκπαιδευτικά θέματα, τις οποίες και θα μπορούσε να στηρίξει οικονομικά και διοικητικά με τα μέσα που διέθετε και με όσα επιπλέον μπορούσε να διασφαλίσει. Η πρόκληση που μας απηύθυνε ο αρχικός νομοθέτης ήταν μεγάλη. Σε αυτή την πρόκληση, εμείς δεν απαντήσαμε. Το γάντι, με άλλα λόγια, που μας πέταξε η προηγούμενη Βουλή, εμείς δεν μπορέσαμε να το σηκώσαμε. Κι αυτό γιατί μάς εμπόδισαν, και μάλιστα με τη βία. Θα είναι κρίμα να στερηθούμε οριστικά μια τέτοια ευκαιρία στο όνομα της βελτίωσης της  λειτουργικότητας του νέου νόμου.

Γιατί λέμε «ναι» στις νέες ρυθμίσεις

Παρά ταύτα, εμείς λέμε «ναι» στις νέες ρυθμίσεις, στο μέτρο που επιδιώκουν να απεγκλωβίσουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, να την επαναφέρουν στο δρόμο της και να απελευθερώσουν τη δυναμική της, στην οποία τελικά έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη απ’ ό,τι στο ίδιο το γράμμα των όποιων νέων ρυθμίσεων, όπως και να καταλήξουν.

Λέμε «ναι» στις νέες ρυθμίσεις, διότι τα Πανεπιστήμια θα καταρρεύσουν εάν δεν ξεκινήσει άμεσα η αναδιάρθρωσή τους, μαζί με την αναδιάρθρωση που επιδιώκεται στον λοιπό Δημόσιο Τομέα, του οποίου –ας μην ξεχνάμε– αποτελούμε μέρος. Είμαστε, δηλαδή, μέρος του προβλήματος και δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να γίνουμε μέρος της λύσης, όπως έπρεπε. Χάσαμε έναν ολόκληρο χρόνο, σπαταλώντας πολύτιμη ενέργεια σε μάχες χαρακωμάτων με το σκοταδισμό και την οπισθοδρόμηση. Οι μάχες αυτές δεν πήγαν χαμένες. Αποκάλυψαν ποιοι θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα και ποιοι να μείνουμε στα ίδια. Ποιοι θέλουν να παίξουν το νέο παιγνίδι με τους παλιούς όρους και ποιοι ν’ αλλάξουν τους όρους του παιγνιδιού. Το γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο, όπως και για τις άλλες διαρθρωτικές αλλαγές που έπρεπε να έχουμε κάνει ως χώρα για να βγούμε από την κρίση, σε όλους τους άλλους τομείς του Κράτους και της Οικονομίας.

Το έχουμε πει και το ξαναλέμε. Η μάχη για τη διάσωση της χώρας και η μάχη για τη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ είναι ίδιες, με τους ίδιους ιδεολογικούς αντιπάλους απέναντι. Οι μεταρρυθμιστικές αντοχές της νέας Κυβέρνησης θα κριθούν πρώτα εδώ μέσα, στα Πανεπιστήμια. Από τις αλλαγές που προτείνει στο ν. 4009, αν και δεν υποχωρεί κατά κράτος, η Κυβέρνηση δεν φαίνεται να τολμά τη ρήξη με τον κατεστημένο Πανεπιστημιακό χώρο, εάν επιλέξει τελικά να διατηρήσει όλα τα Τμήματα ως έχουν σήμερα κι αν διαχωρίσει τις κρίσιμες εκπαιδευτικές από τις διοικητικές αρμοδιότητες και τις κατανείμει μεταξύ δύο ξεχωριστών οργάνων (σε επίπεδο Σχολής μεταξύ Κοσμητείας και Τμημάτων και σε επίπεδο Ιδρύματος μεταξύ Συγκλήτου και Συμβουλίου). Διότι, έτσι, θα μείνουμε στα ίδια. Κι αν είναι μετά τις επιδιωκόμενες αλλαγές να μείνουμε στα ίδια, τότε –πέραν του γεγονότος ότι κάτι τέτοιο θα επιβραβεύσει τη βία που εμπόδισε στο μεταξύ την εφαρμογή της αυθεντικής μεταρρύθμισης– θα τεθεί εν αμφιβόλω και η εν γένει μεταρρυθμιστική διάθεση αυτής της Κυβέρνησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.